- ἔσπευσα
- σπεύδωset goingaor ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σπεύδω — έσπευσα, εσπευσμένος 1. ενεργώ γρήγορα: Μόλις έμαθε για την άφιξή του, έσπευσε να τον συναντήσει. – Αναχώρησε εσπευσμένα για το εξωτερικό. 2. πηγαίνω κάπου γρήγορα, εσπευσμένα: Έσπευσε από τους πρώτους στην υποδοχή του υπουργού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἔσπευσ' — ἔσπευσα , σπεύδω set going aor ind act 1st sg ἔσπευσο , σπεύδω set going plup ind mp 2nd sg ἔσπευσο , σπεύδω set going perf imperat mp 2nd sg ἔσπευσε , σπεύδω set going aor ind act 3rd sg ἔσπευσαι , σπεύδω set going perf ind mp 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπεύδω — σπεύδω, έσπευσα, εσπευσμένος βλ. πίν. 128 Σημειώσεις: σπεύδω : η μτχ. εσπευσμένος χρησιμοποιείται ως επίθετο (→ αυτός που γίνεται με μεγάλη σπουδή, βιασύνη, π.χ. εσπευσμένη εισαγωγή στο χειρουργείο) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής